Αντικρυστό

αντικρυστό ή οφτο κρέας..
Σας παραθέτω δύο διαφορετικές περιγραφές ψησίματος του αντικρυστού. Η πρώτη από τον Σοφοκλή Χαιρέτη και η δεύτερη από τον Όμηρο. Όπως και να χει στην Κρήτη το οφτό κρέας ή αντικρυστό,είναι «λουκούμι»!

"To οφτό κρέας, και αντικρυστό το λένε τώρα τελευταία, το ψήνανε παλιά μόνο στο αόρι. Οι βοσκοί ή οι φυγόδικοι που ζούσανε στα βουνά. Ήτανε αντρίστικη δουλειά. Ήτανε ένας τρόπος που τσοι βόλευγε, ήτανε ανάγκη τση ζωής. Δεν είχανε τσικάλι, δεν είχανε άλλα υλικά, δεν εγίνουντονε να το ψήσουνε αλλιώς. Εσφάζανε ένα οζό, αρνί ή ρίφι. To ξεραχίζανε και το κάνανε τέσσερα γουλίδια (κομμάτια). To δύο γουλίδια που είναι τα πλευρά τα σκίζανε στην κουτάλα και στο λαιμό για να γίνει ισόπαχο το κρέας και να ψηθεί.
To κάθε γουλίδι, το περνούσανε σε μια ξύλινη σούβλα, που τη φτιάχνανε εκείνηνα την ώρα από ξύλο ασφεντάμου, και το αλατσίζανε καλά. To κόψιμο και το σούβλισμα ήθελε τέχνη, όπως τέχνη ήθελε και η στερμενιά και το ψήσιμο.
Ορισμένοι βοσκοί, οι πιο επιτήδειοι, κάνανε τη στερμενιά. Βρίνανε δηλ. κατάλληλες πέτρες, τις τοποθετούσανε σε σχήμα τετράγωνου και βάνανε επάνω τσι σούβλες με το κρέας. Στη μέση και σε σωστή απόσταση (ούτε πολύ κοντά, ούτε μακριά) είχανε βάλει ένα σωρό από ξερά ξύλα. Ανάβανε τη φωτιά και το κρέας ψηνότανε με τη φλόγα. To κρέας λοιπόν ήτανε αντίκρυ στη φωτιά (αντικρυστό) και όχι πάνω στη φωτιά από την εσωτερική μεριά πρώτα. To αφιγγαμε έτσι για τρία τέταρτα περίπου τση ώρας και ύστερα το γυρίζαμε από την άλλη μεριά. To γυρίζαμε δηλαδή μια φορά. To μυστικό για να γίνει το οφτό κρέας νόστιμο είναι το λίπος. To κρέας δηλαδή δε γίνεται οφτό αν είναι αδύνατο, πρέπει να 'ναι παχύ. Όπως ψήνεται βλέπεις το λίπος να λιώνει σιγά-σιγά και έτσι το κρέας και νόστιμο γίνεται και υγιεινό, όπως μας-ε-λένε τώρα τελευταία."

Η περιγραφή αυτή λίγο διαφέρει από τον τρόπο ψησίματος του κρέατος που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, στη Ραψωδία I, Παραθέτουμε τους σχετικούς στίχους σε μετάφραση Γ. Ψυχουντάκη:

"Του συντρόφου του ό Πάτροκλος κείνα πού του 'πε πιάνει.
Κι αυτός κρεατοκούτσουρο μεγάλο τότες βάνει
έκειά στη φέξη της φωθιάς, αίγας κι αρνιού την πλάτη
τιάνω 'θεκε, και γουρουνιού της πλάτης το κομμάτι,
π' ατιό το πάχος γυάλιζε, και πιάνει τα κι αρχίζει,
και βαστά ντου Αύτομέδοντας και τα χοντρομελίζει,
κατόπι σε μικρότερα κομμάτια διαμελά τα,
κι ωσάν τ' άπομορφόκοψε, στις σούβλες και περνά τα.
Κι ό Πάτροκλος ό θεϊκός φωθιά μεγάλην άφτει
κ/ ως ή φωθιά κατάκατσεν, ή φλόγα κι ασκοντάφτει,
κι αποκαταφλογόσβησε, τότες κι εκείνος παίρνει,
έστρωσε την καρβουνοσιά, τις σούβλες του και σέρνει
τιάνω σια διχαλόξυλα, κι ανασηκώνοντας τις
απ' τα διχάλια, μ' άγιον άλάτσι πασπαλά τις.
Σάν τα 'ψησε και τ' άτιλωσε στην τάβλα και τα σιάζει,
σ' ώρια πανέρια το ψωμίκι ό Πάτροκλος μοιράζει... "

Σχόλια

  1. υπέροχο και νόστιμο μοναδικός τρόπος ψησίματος....αχ..ρε κρητη μετε ωραία σου....ναστε όλοι σας καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. :)δεν εχω ακουσει ακομα καποιον που να μην του αρεσει το αντικρυστο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου